- κατασπατάληση
- ηαλόγιστη σπατάλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατασπαταλῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατασπατάληση — η αλόγιστη σπατάλη, καταδαπάνηση: Έγινε κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διασπάθιση — η [διασπαθίζω] 1. διασκόρπιση 2. κατασπατάληση … Dictionary of Greek
εξανέμισμα — και ξανέμισμα, το (Μ ἐξανέμισμα και ξανέμισμα) [εξανεμίζω] νεοελλ. (για χρήματα κ.λπ.) κατασπατάληση, διασπάθιση, καταξόδεμα μσν. πορδή … Dictionary of Greek
κατασκόρπισμα — το [κατασκορπίζω] 1. σκόρπισμα πραγμάτων εδώ κι εκεί 2. κατασπατάληση, ξόδεμα χωρίς περίσκεψη … Dictionary of Greek
κατασώτευση — η κατασπατάληση, διασπάθιση, εξανέμιση τής περιουσίας σε ασωτείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατασωτεύομαι. Η λ., στον λόγιο τ. κατασώτευσις, μαρτυρείται από το 1898] … Dictionary of Greek
ξέκαμα — το [ξεκάνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεκάνω, εκποίηση, ξεπούλημα 2. κατασπατάληση 3. εξόντωση αντιπάλου … Dictionary of Greek
ξεκοκάλισμα — και ξεκοκάλιασμα, το 1. η αφαίρεση τού κρέατος από τα κόκαλα 2. το φάγωμα τού κρέατος ώσπου να μείνουν τα κόκαλα 3. (σχετικά με περιουσία ή απόθεμα) κατασπατάληση, ροκάνισμα … Dictionary of Greek
σκόρπισμα — το, ΝΜ, και σκρόπισμα Ν [σκορπίζω] (ιδίως για χρηματικά ποσά) αλόγιστη χρήση και σπατάλη, κατασπατάληση νεοελλ. 1. η ενέργεια και, κυρίως, το αποτέλεσμα τού σκορπίζω, η διάλυση και η διασπορά ενός συνόλου στα μέρη που τό συγκροτούν, διασκορπισμός … Dictionary of Greek
Κονγκό, Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Μπραζαβίλ Παλαιότερη ονομασία: Γαλλικό Κονγκό (1910 60) / Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (1960 91) Έκταση: 324.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 2.958.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπραζαβίλ… … Dictionary of Greek
κατασώτευση — η κατασπατάληση περιουσίας σε ασωτείες: Δεν του έμεινε τίποτε από την κατασώτευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)